θνητότης

θνητότης
θνητότης, ητος, ,
A mortality, Diog.Oen.36, Phlp.in APo.400.28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θνητότης — mortality fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θνητότητα — θνητότης mortality fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θνητότητι — θνητότης mortality fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θνητότητος — θνητότης mortality fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θνητότητα — η (ΑΜ θνητότης) η ιδιότητα τού θνητού, το να είναι κανείς θνητός νεοελλ. ιατρ. ο αριθμός τών θανάτων από μια νόσο σε σχέση με τον αριθμό τών περιπτώσεων νοσήσεως από τη νόσο αυτή, επί τοις εκατό ή επί τοις χιλίοις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός. Η λ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”